- πλακτός
- -ή, -όν, Αβλ. πλαγκτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλακτόν — πλακτός masc acc sg πλακτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακταῖς — πλακτός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακταί — πλακτός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… … Dictionary of Greek
χερόπλακτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με χτύπημα τού χεριού («χερόπλακτοι δ ἐν στέρνοισι πεσοῡνται δοῡποι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χερ τής λ. χείρ* (βλ. και λ., χειρ[ο] ) + πλακτός δωρ. τ. τού πληκτος (< πλήσσω / πλάττω)] … Dictionary of Greek
πλακτάς — πλακτά̱ς , πλακτός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)